νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος … Dictionary of Greek
Λίβερπουλ — (Liverpool). Πόλη (474.001 κάτ. το 2002) της Μεγάλης Βρετανίας στην κομητεία Λάνκασαϊρ της βορειοδυτικής Αγγλίας. Βρίσκεται στον ποταμόκολπο του Μέρσεϊ, στο σημείο εκβολής του στην Ιρλανδική θάλασσα, απέναντι από το Μπίρκενχεντ, 50 χλμ. Δ του… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Οστάνδη — (γαλλ. Ostende, φλαμανδ. Oostende). Πόλη (68 570 κάτ.) του βορειοδυτικού Βελγίου, αξιόλογο αλιευτικό και εμπορικό λιμάνι στη Βόρεια θάλασσα, το δεύτερο της χώρας, και περίφημη λουτρόπολη. Η οικονομία της βασίζεται σε μερικές βιομηχανίες (ειδών… … Dictionary of Greek
Σίδνεϊ — (Sydney). Πόλη (3.596.000 κάτ.) της ΝΑ Αυστραλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης πολιτείας της Νέας Νότιας Ουαλλίας. Βρίσκεται και στις δυο ακτές ενός πολύ οδοντωμένου μυχού του Ειρηνικού, γνωστού με το όνομα Πορτ Τζάκσον, που εισέρχεται στο… … Dictionary of Greek